Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

O ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΥΚΑΝΣΗ ΕΝΟΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ!

Ε’.  Ο ψευδής Μαραθωνοδρόμος  Θα ενθυμώνται βεβαίως οι νεώτεροι Αθηναίοι μέχρι προ ολίγων ακόμη ετών εκτεθειμένον εν τινι προθήκη του κατά την γωνίαν των οδών Ερμού και Νίκης αρχαιοπωλείου της Μινέρβας ωραίον γύψι 
ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΣΠΕΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
νον απέκμαγμα αρχαίου αναγλύφου, επισύροντος την κοινήν προσοχήν διά την ζωηρότητα της παραστάσεως και το θαλερόν των χρωμάτων.  Ήτο εκμαγείον επιτυμβίου στήλης ευρεθείσης τω 1838 κατά την Βελανιδέζαν εν τοις ανατολικοίς της Αττικής ου μακράν της αρχαίας Βραυρώνος και αποκειμένης πρότερον μεν εν τω Θησείω, από ετών δε ήδη εν τω κατά την οδόν Πατησίων Κεντρικώ μουσείω των αρχαιοτήτων. Παριστάνει δε η στενόμακρος αύτη στήλη γενειοφόρον οπλίτην βαίνοντα προς τα δεξιά και διά της αριστεράς κρατούντα δόρυ στηριζόμενον επί του εδάφους, την δε δεξιάν ερείδοντα παχέος παρά μηρού. Φέρει δε ο εικονιζόμενος οπλίτης χιτώνα και επ’ αυτού θώρακα, φορεί δε και κράνος και κνημίδας. Ήτο δε πάλαι επικεκοσμημένον το ανάγλυφον και διά χρωμάτων, επαυξανόντων ην γεννά πλαστικήν εντύπωσιν, ων οσημέραι αμυδρότατα κατέστησαν τα λείψανα. Και το μεν έδαφος του αναγλύφου ήτο ερυθρόν, κυανός δε ο θώραξ, ερυθρά δε τα επ’ αυτού κοσμήματα.  Η στήλη αύτη, ως παρατηρεί επιφανής αρχαιολόγος, είνε αξιολογώτατη διά την τέχνην, διότι και παρά τας παρατηρούμενας επί μέρους ελλείψεις το όλον διατηρεί το πλήρες θέλγητρον όπερ παρέχει καλόν αρχαϊκόν ανάγλυφον. Ο γλύπτης κατώρθωσε να εμποιήση εις το καλλιτέχνημα αυτούτην αίσθησιν της ηρεμίας και της ενότητος, είνε δε πασιφανής η αρμονία η παρατηρούμενη εν τη επινοήσει και τη εκτελέσει του έργου. Ο καλλιτέχνης περιορίζεται μεν εν τε τη καθ’ όλου παραστάσει και εν τω σχηματισμώ των μερών, ιδίως της κομμώσεως και των πτυχώσεων, μεταξύ ορίων τινών επιβεβλημένων υπό της εθάδος των χρόνων αυτού τεχνοτροπίας, αλλ’ η εμμονή αύτη εις τα παραδεδομένα συντελεί μόνον εις την απαλλαγήν του τεχνίτου από αξιώσεων και επιδεικτιώσης αυτοβουλίας, κατά δε τάλλα δεν δεσμεύει την ελευθερίαν αυτού και συναπεργάζεται τα βαθείαν εις τον φίλον και εκτιμητήν της αρχαϊκής τέχνης εμποιούν αίσθησιν κάλλος της επιταφίου στήλης.  Τοιούτον είνε το ωραίον αρχαϊκόν έργον του γλύπτου Αριστοκλέους, ον δεν πρέπει να συγχέωμεν προς τον ομώνυμον Αριστοκλέα, τον αδελφόν του Σικυωνίου Κανάχου, το παριστάνον τον πάνοπλον Αριστίωνα. Του τε τεχνίτου και του παριστανομένου νεκρού οπλίτου τα ονόματα μανθάνομεν εκ των κάτωθεν του αναγλύφου επιγραφών. Επί πολύν χρόνο ήτο μοναδικόν δείγμα της αρχαϊκής επιτυμβίου τέχνης των Αθηναίων, ώστε ασαφής και αμφισβητούμενος ήτο ακριβώς ο χρόνος καθ’ ον εσμιλεύθη. Αλλά σήμερον μετά την εύρεσιν και άλλων λόγων αναγλύφων αναμφηρίστως πιστεύεται, ότι είνε έργον των προ των Περσικών χρόνων. Και όμως τούτο δεν εκώλυε τους αρχαιοτέρους αρχαιολόγους να συσχετίζωσι την περιβολήν και στάσιν του Αριστίωνος προς την των Μαραθωνομάχων και πιστεύωσιν, ότι η στήλη ανταποκρίνεται προς την ζωηράν αυτών παράστασιν ην παρέχει ο Αριστοφάνης, ειρωνευόμενος μεν το αρχαιότροπον της ενδυμασίας, αποθαυμάζων δε την αρετήν των ανδρών.  Εκ τοιούτων δ’ αντιλήψεων ορμώμενα και έτι περαιτέρω παραγόμενα τα πλήθη, συνέχησαν τέλος τον οπλίτην της στήλης προς τον Μαραθώνιον άγγελον, και η σύγχυσις έγεινεν ακόμη μεγαλειτέρα, ότε τινές ενόμισαν, ότι ούτος ωνομάζετο Αριστίων, επειδή τούτο το όνομα έβλεπεν επιγεγραμμένον επί του αναγλύφου. Προήλθεν ούτω νέος λαϊκός θρύλος περί του αγγέλου, ον εμμέσως μόνον προεκάλεσεν η απειροτέρα των προτέρων χρόνων αρχαιολογία, ιδίως δ’ εξέθρεψεν η φαντασία του ελληνικού λαού, εξόχως ήδη εκ πάλαι σαγηνευθείσα υπό της διηγήσεως περί του εκ Μαραθώνος αγγείλαντος την μεγάλην νίκην.    ς’.  Περιέγραψεν ήδη ο τύπος το προ τινων ολίγων ημερών αφιχθέν εις Αθήνας παρισιακόν κομψοτέχνημα όπερ προωρίσθη ως άθλον των νέων Μαραθωνοδρόμων.  Είνε, γράφουσι, κύπελλον εκ καθαρού αργύρου. Έπρεπε να ρηθή μάλλον, ότι είνε φιάλη. Φέρει δε αύτη κατά μεν το άνω περίζωμα την επιγραφήν Ολυμπιακοί αγώνες 1896, επί δε της κάτω ζώνης τας λέξεις Μαραθώνιον άθλον έδωκε Μιχαήλ Μπρεάλ. Κοσμεί δε την κατωτέρα ταύτην ζώνην παράστασις πτηνών ιπταμένων και φυτών υδροβίων, αναφερομένων εις τα γνωστά από της αρχαιότητος έλη του Μαραθωνίου πεδίου, άτινα συνδέονται αναποσπάστως προς αυτήν την ιστορίαν της μάχης.  Αλλά διά τι είνε φιάλη το άθλον, όπερ έστειλεν εκ Παρισίων ο εισηγητής του Μαραθωνίου δρόμου καθηγητής Βρεάλ και διατί ωρίσθη αργυρότευκτον το βραβείον; Ουδείς μεν επεξήγησε του λόγους, αλλά βεβαίως δεν είνε τυχαία η εκλογή ούτε του δώρου ούτε της ύλης, εξ ης τούτο κατασκευάσθη. Πάντως δε ο Γαλάτης φιλέλλην είχε υπ’ όψιν τους εξής στίχους του Πινδάρου.      Οίον δ’εν Μαραθώνι συλαθείς αγενείων      μένων αγώνα πρεσβυτέρων αμφ’ αργυρίδεσσιν  και τον σχολιαστή του Πινδάρου λέγοντα Η πλουσία Μαραθών, ένθα ετελείτο τα Ηράκλεια• ην δε το άθλον αργυρά φιάλη.  Εκ των στίχων τούτων του μεγάλου ποιητού, ους ευρίσκομεν εν τη ενάτη ωδή των Ολυμπιακών, δι’ ης εξυμνεί τον Ολυμπιονίκην παλαιστήν Εφάρμοστον τον Οπούντιον και της ερμηνείας του σχολιαστού μανθάνομεν, ότι εν Μαραθώνι ετελούντο τα Ηράκλεια , αγώνες πανηγυριζομένοι προς προς τιμήν του Ηρακλέους, ων το άθλον ήτο αργυρίς , ήτοι αργυρά φιάλη. Σημειωτέον δε, ότι ο Ηρακλής μεγάλως ετιμάτο παρά των Μαραθωνίων, και κατά την μαρτυρίαν του Παυσανίου, ως αυτοί έλεγον, πρώτοι ελάτρευσαν αυτόν ως θεόν. Γνωστόν δε είνε και το Ηράκλειον, το ιερόν τέμενος του Ηρακλέους, εν ω ενεστρατοπέδευσαν οι Αθηναίοι προ της μάχης. Αντιστοιχεί δε τούτο προς την θέσιν ην κατέχει η φάραγξ η σήμερον λεγομένη Αυλώνα προς ανατολάς του χωρίου Βρανά και μεταξύ τούτου και του σημερινού χωρίου Μαραθώνος.  Οι εν Μαραθώνι προς τιμήν του Ηρακλέους τελούμενοι αγώνες ούτοι, όντες πιθανώς αρχαιότατοι, ουδεμίαν το κατ’ αρχάς είχον πάντως σχέσιν προς την εν τω πεδίω νίκην. Αλλ’ ίσως όμως αργότερον παρεισήχθη εις αυτούς ποιος τις υπαινιγμός ή τις ανάμνηις σχετιζομένη προς την μάχην. Άλλως δε η επέτειος αυτής επανηγυρίζετο υπό των Αθηνάιων εν αυταίς ταις Αθήναις την έκτην του μηνός Βοηδρομιώτος. Ο τόπος των Αθηνών, εν ω ετελείτο η επιμνημόσυνος της νίκης θυσία, ήτο το προάστειον το λεγόμενον Άγραι κατά τους σημερινούς παριλισσίους κήπους, ενώ έκειτο ναός της Αγροτέρας Αρτέμιδος. Προσεφέρετο δ’ εις αυτήν ετήσια θυσία πεντακοσίων αιγών, περί ης εφέρεται ο εξής θρύλος. Ελέγετο δηλαδή, ότι προ της εν Μαραθώνι μάχης οι Αθηναίοι είχον τάξη να θύωσιν εις την θεάν τόσας αίγας όσους βαρβάρους ήθελον φονεύσει. Αλλά διά το ανάριθμον των φονευθέντων Περσώνελιχεν ορισθή διά ψηφίσματος της πόλεως να θύωνται μόνον πεντακόσιαι κατ’ έτος αίγαι.  Και τοιαύτα μεν τα εις τους θεούς επινίκια ευχαριστήρια των Αθηναίων. Ο δε εισηγητής του νέου Μαραθωνίου δρόμου λίαν ευλόγως ηθέλησε να ενθυμίση την αρχαίαν των Μαραθωνίων τοπικήν εορτήν, ήτις ουκ απιθάνως εν τοις μεταγενέστεροις χρόνοις δεν ήτο άσχετος προς τας αναμνήσεις της μεγάλης μάχης, παρέχων αργυρίδα ως έπαθλον του νέου Μαραθωνοδρόμου. Και εν αυτή δε τη επιγραφή της αργυράς φιάλης, καίπερ φερούσης τύπον όλως νεωερικόν, υπακούεται αμυδρά τις ανάμνησις των παναθηναϊκών εκείνων αμφορέων οίτινες έφερον την απλήν και αρχαΐζουσαν επιγραφήν ΤΩΝ ΑΘΗΝΗΘΕΝ ΑΘΛΩΝ.  Πόσαι αύται αι αναμνήσεις της αρχαιότητος, από της επινοίας του δρόμου μέχρι της εκλογής του άθλου, ήτο φυσικόν να επέλθωσιν εις τον νουν του γηραιού καθηγητού του τιμώντος την γαλατικήν επιστήμην. Ο επιφανής ερευνητής, όςτις καθ’ όλον τον βίον ησχολήθη περί την μελέτην των γλωσσών και τους μύθους των αρχαίων, δεν ηδύνατο να λησμονήση τας ενδόξους σελίδας της ελληνικής ιστορίας, και η ωραία αργυρίς ην προσφέρει ως άθλον του νέου Μαραθωνίου δρόμου τεκμηριοί όλην εκείνην την στοργήν προς την αρχαιότητα, ήτις, αναδείξασα αυτόν εν τη νεότητι, είνε και τώρα το ωραιότερον κόσμημα των εξήκοντα και τεσσάρων ετών, άτινα λευκαίνουσι την σοφήν του κεφαλήν. Απο τον:  Σπυρ. Π. Λάμπρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου