Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

ΠΟΙΟΙ ΘΕΟΙ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ...

 

ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ: 

Ποιοι θεοί πολέμησαν μαζί με τους Έλληνες στη μάχη του Μαραθώνα; Ποιους “είδαν” οι πολεμιστές και πως εξηγείται το φαινόμενο ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ A+ A- 73.1k Shares Share Tweet Η μεγάλη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων επί των «χρυσοφόρων Μηδών» στον Μαραθώνα, έγινε μια περίοδο που δεν υπήρχαν ιστορικοί για να καταγράψουν με ακρίβεια τα γεγονότα.


 Έτσι, μόλις ανέλαβε το εγχείρημα ο Ηρόδοτος, πολλά γεγονότα είχαν ήδη λησμονηθεί και άλλα είχαν τροποποιηθεί, αλλά ο πατέρας της Ιστορίας κατάγραψε ότι μπόρεσε να μάθει. Η μάχη των Θεών Όταν ο Αθηναίος ημεροδρόμος επέστρεψε από τη Σπάρτη, όπου είχε μεταβεί προς αναζήτηση βοήθειας, διηγήθηκε στους Αθηναίους ότι, κατά τη διάβαση της Αρκαδίας, συνάντησε τον θεό Πάνα. Ο θεός του παραπονέθηκε, πως οι Αθηναίοι είχαν παραμελήσει τη λατρεία του και «τον διέταξε να ρωτήσει τους Αθηναίους, εκ μέρους του, γιατί δεν του δίνουν σημασία καθόλου» [Ηρόδοτος 6, 105]. Ο Πάνας τον διαβεβαίωσε για την εύνοιά του προς την πόλη, «αφού αυτός θέλει το καλό των Αθηναίων και σε πολλές περιπτώσεις, ως τώρα, τους φάνηκε χρήσιμος και θα τους φανεί στο μέλλον». Πράγματι, σύμφωνα με διηγήσεις των Μαραθωνομάχων, ο θεός με τις άγριες κραυγές του έσπειρε τον πανικό στους Πέρσες, για αυτό και η λέξη πανικός ετυμολογείται από τον Πάνα. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του, οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα ιερό σε μια σπηλιά βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Το σπήλαιο του Πάνα. Στη σπηλιά αυτή, υπήρχε άγαλμα του θεού με την παρακάτω επιγραφή, η οποία αποδίδεται στον Σιμωνίδη τον Κείο: «Τον τραγόπουν εμέ Πάνα τον Αρκάδα, τον κατά Μήδων, τον μετ’ Αθηναίων στήσατο Μιλτιάδης». Φαίνεται πως, πίσω από τον θρύλο αυτό κρύβεται η καθυστερημένη εισαγωγή στην Αθήνα, της λατρείας ενός θεού αποκλειστικά αρκαδικού και εκφραστή της ποιμενικής ζωής. Η θεά Αθηνά, η Άρτεμη και η Θησέας Από το προσκλητήριο αυτό, δεν θα μπορούσε φυσικά να λείψει η Αθηνά, η οποία παρουσιάστηκε στο πεδίο της μάχης, ή μάλλον στα μάτια των Μαραθωνομάχων, πάνοπλη και οδηγώντας τέθριππο άρμα, γεμάτη εκδικητική μανία, γι’ αυτούς που τόλμησαν να απειλήσουν την προστατευόμενη της πόλη. Πολλοί άλλοι Μαραθωνομάχοι αναγνώρισαν στο πλευρό τους την Άρτεμη, με τα φονικά της βέλη και τη φοβερή Εκάτη. Ο Θησέας, ακόμη, εμφανίσθηκε ξαφνικά μέσα από τη γη, έτοιμος να βοηθήσει τους απογόνους του, «ενόμισαν πολλοί ότι είδαν φάντασμα του Θησέως, ο οποίος βάδιζε μπροστά απ’ αυτούς κατά των βαρβάρων» [Πλούταρχος, «Θησεύς»]. Παράλληλα, ο Ηρακλής έσπευσε οπλισμένος με το τρομερό του ρόπαλο να συμπαραταχθεί με τους Έλληνες οπλίτες. Η θεά Αθηνά βοήθησε τους Έλληνες στη μάχη του Μαραθώνα. Στη μάχη όμως, δεν έλαβαν μέρος μόνο ήρωες, θεοί και ημίθεοι, αλλά και κάποιες αδιευκρίνιστες μορφές, οι οποίες έδωσαν αφορμή για θεωρίες, που ίσως υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της ουτοπίας. Σύμφωνα με τον Παυσανία [Παυσανίας, Αττικά 32, 5], την ώρα που μαινόταν η μάχη, εμφανίσθηκε ξαφνικά ένας άνδρας, με αμφίεση χωρικού, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του ένα επίμηκες όπλο, που έμοιαζε με άροτρο. Ο συγκεκριμένος άνδρας εθεάθη να φονεύει πολλούς Πέρσες και μετά το πέρας της μάχης εξαφανίσθηκε. «Όταν οι Αθηναίοι ρώτησαν σχετικά, ο θεός δεν χρησμοδότησε τίποτα, γι’ αυτόν, περισσότερο, από το ότι πρέπει να τιμούν τον ήρωα Εχετλαίο» (εχέτλη=λαβή αρότρου)[Παυσανίας, Αττικά 32, 5]. Ο Ηρόδοτος αναφέρει και ένα ακόμη ανεξήγητο γεγονός: «Κατά τη διάρκεια της μάχης, συνέβη ένα ανεξήγητο περιστατικό. Κάποιος Αθηναίος, ο Επίζηλος του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε στη μάχη αυτή εκ του συστάδην και αγωνιζόταν γενναία, έχασε, λέει, το φως του, χωρίς να κτυπηθεί σε κανένα μέρος του σώματος, ούτε από δόρυ, ούτε από βέλος και από τότε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του έμεινε τυφλός. Άκουσα πως ο ίδιος, για το πάθημά του, διηγείτο τα εξής: του φάνηκε, λέει, πως στάθηκε απέναντί του κάποιος ψηλόσωμος οπλίτης, που τα γένια του σκέπαζαν όλη του την ασπίδα και πως το φάντασμα εκείνο, αυτόν μεν τον προσπέρασε, αλλά σκότωσε τον συμπολεμιστή του» [Ηρόδοτος 6, 117]. Και η θεά Άρτεμις, με τα φαρμακερά της βέλη, ήταν στο πλευρό των Ελλήνων. Όλα τα παραπάνω, είναι απόρροια παραληρήματος πολλών πολεμιστών, εξαιτίας της έντονης κόπωσης και του άγχους της μάχης. Επίσης, είναι σίγουρο πως θα σημειώθηκαν πολλά περιστατικά θερμοπληξίας, η οποία δημιουργεί ψευδαισθήσεις, αφού οι οπλίτες μάχονταν για πολλή ώρα, βαριά οπλισμένοι και κάτω από υψηλές θερμοκρασίες. Πέρα όμως από αυτά, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την ευσέβεια των Ελλήνων. Αυτή τους αυθυπόβαλε ότι ανάμεσα στις γραμμές τους βρίσκονταν συμπαραστάτες τους οι θεοί, τους ενίσχυσε ψυχολογικά και συνετέλεσε στη νίκη τους....

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/pii-thei-polemisan-mazi-tous-ellines-sti-machi-tou-marathona/

ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ...

 

6.105.1] Καὶ πρῶτα μὲν ἐόντες ἔτι ἐν τῷ ἄστεϊ οἱ στρατηγοὶ ἀποπέμπουσι ἐς Σπάρτην κήρυκα Φιλιππίδην, Ἀθηναῖον μὲν ἄνδρα, ἄλλως δὲ ἡμεροδρόμην τε καὶ τοῦτο μελετῶντα· τῷ δή, ὡς αὐτός τε ἔλεγε Φιλιππίδης καὶ Ἀθηναίοισι ἀπήγγελλε, περὶ τὸ Παρθένιον ὄρος τὸ ὑπὲρ Τεγέης ὁ Πὰν περιπίπτει. [6.105.2] βώσαντα δὲ τὸ οὔνομα τοῦ Φιλιππίδεω τὸν Πᾶνα Ἀθηναίοισι κελεῦσαι ἀπαγγεῖλαι, δι᾽ ὅ τι ἑωυτοῦ οὐδεμίαν ἐπιμέλειαν ποιεῦνται, ἐόντος εὐνόου Ἀθηναίοισι καὶ πολλαχῇ γενομένου σφι ἤδη χρηστοῦ, τὰ δ᾽ ἔτι καὶ ἐσομένου. [6.105.3] καὶ ταῦτα μὲν Ἀθηναῖοι, καταστάντων σφι εὖ [ἤδη] τῶν πρηγμάτων, πιστεύσαντες εἶναι ἀληθέα ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν, καὶ αὐτὸν ἀπὸ ταύτης τῆς ἀγγελίης θυσίῃσί τε ἐπετείοισι καὶ λαμπάδι ἱλάσκονται. [6.106.1] τότε δὲ πεμφθεὶς ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ὁ Φιλιππίδης οὗτος, ὅτε πέρ οἱ ἔφη καὶ τὸν Πᾶνα φανῆναι, δευτεραῖος ἐκ τοῦ Ἀθηναίων ἄστεος ἦν ἐν Σπάρτῃ, ἀπικόμενος δὲ ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγε· [6.106.2] Ὦ Λακεδαιμόνιοι, Ἀθηναῖοι ὑμέων δέονται σφίσι βοηθῆσαι καὶ μὴ περιιδεῖν πόλιν ἀρχαιοτάτην ἐν τοῖσι Ἕλλησι δουλοσύνῃ περιπεσοῦσαν πρὸς ἀνδρῶν βαρβάρων· καὶ γὰρ νῦν Ἐρέτριά τε ἠνδραπόδισται καὶ πόλι λογίμῳ ἡ Ἑλλὰς γέγονε ἀσθενεστέρη. [6.106.3] ὁ μὲν δή σφι τὰ ἐντεταλμένα ἀπήγγελλε, τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι, ἀδύνατα δέ σφι ἦν τὸ παραυτίκα ποιέειν ταῦτα οὐ βουλομένοισι λύειν τὸν νόμον· ἦν γὰρ ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη, εἰνάτῃ δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθαι ἔφασαν μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου. [6.107.1] οὗτοι μέν νυν τὴν πανσέληνον ἔμενον, τοῖσι δὲ βαρβάροισι κατηγέετο Ἱππίης ὁ Πεισιστράτου ἐς τὸν Μαραθῶνα, τῆς παροιχομένης νυκτὸς ὄψιν ἰδὼν [ἐν τῷ ὕπνῳ] τοιήνδε· ἐδόκεε ὁ Ἱππίης τῇ μητρὶ τῇ ἑωυτοῦ συνευνηθῆναι. [6.107.2] συνεβάλετο ὦν ἐκ τοῦ ὀνείρου κατελθὼν ἐς τὰς Ἀθήνας καὶ ἀνασωσάμενος τὴν ἀρχὴν τελευτήσειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ γηραιός. ἐκ μὲν δὴ τῆς ὄψιος συνεβάλετο ταῦτα, τότε δὲ κατηγεόμενος τοῦτο μὲν τὰ ἀνδράποδα τὰ ἐξ Ἐρετρίης ἀπέβησε ἐς τὴν νῆσον τὴν Στυρέων, καλεομένην δὲ Αἰγιλίην, τοῦτο δὲ καταγομένας ἐς τὸν Μαραθῶνα τὰς νέας ὅρμιζε οὗτος, ἐκβάντας τε ἐς γῆν τοὺς βαρβάρους διέτασσε. [6.107.3] καί οἱ ταῦτα διέποντι ἐπῆλθε πταρεῖν τε καὶ βῆξαι μεζόνως ἢ ὡς ἐώθεε· οἷα δέ οἱ πρεσβυτέρῳ ἐόντι τῶν ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο· τούτων ὦν ἕνα [τῶν ὀδόντων] ἐκβάλλει ὑπὸ βίης βήξας· ἐκπεσόντος δὲ ἐς τὴν ψάμμον αὐτοῦ ἐποιέετο σπουδὴν πολλὴν ἐξευρεῖν. [6.107.4] ὡς δὲ οὐκ ἐφαίνετό οἱ ὁ ὀδών, ἀναστενάξας εἶπε πρὸς τοὺς παραστάτας· Ἡ γῆ ἥδε οὐκ ἡμετέρη ἐστὶ οὐδέ μιν δυνησόμεθα ὑποχειρίην ποιήσασθαι· ὁκόσον δέ τί μοι μέρος μετῆν, ὁ ὀδὼν μετέχει. [6.108.1] Ἱππίης μὲν δὴ ταύτῃ τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι· Ἀθηναίοισι δὲ τεταγμένοισι ἐν τεμένεϊ Ἡρακλέος ἐπῆλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημεί· καὶ γὰρ καὶ ἐδεδώκεσαν σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι οἱ Πλαταιέες, καὶ πόνους ὑπὲρ αὐτῶν [οἱ] Ἀθηναῖοι συχνοὺς ἤδη ἀναραιρέατο· ἔδοσαν δὲ ὧδε. [6.108.2] πιεζεύμενοι ὑπὸ Θηβαίων οἱ Πλαταιέες ἐδίδοσαν πρῶτα παρατυχοῦσι Κλεομένεΐ τε τῷ Ἀναξανδρίδεω καὶ Λακεδαιμονίοισι σφέας αὐτούς. οἱ δὲ οὐ δεκόμενοι ἔλεγόν σφι τάδε· Ἡμεῖς μὲν ἑκαστέρω τε οἰκέομεν καὶ ὑμῖν τοιήδε τις γίνοιτ᾽ ἂν ἐπικουρίη ψυχρή· φθαίητε γὰρ ἂν πολλάκις ἐξανδραποδισθέντες ἤ τινα πυθέσθαι ἡμέων. [6.108.3] συμβουλεύομεν δὲ ὑμῖν δοῦναι ὑμέας αὐτοὺς Ἀθηναίοισι, πλησιοχώροισί τε ἀνδράσι καὶ τιμωρέειν ἐοῦσι οὐ κακοῖσι. ταῦτα συνεβούλευον οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐ κατὰ εὐνοίην οὕτω τῶν Πλαταιέων ὡς βουλόμενοι τοὺς Ἀθηναίους ἔχειν πόνους συνεστεῶτας Βοιωτοῖσι. [6.108.4] Λακεδαιμόνιοι μέν νυν Πλαταιεῦσι ταῦτα συνεβούλευσαν, οἱ δὲ οὐκ ἠπίστησαν, ἀλλ᾽ Ἀθηναίων ἱρὰ ποιεύντων τοῖσι δυώδεκα θεοῖσι ἱκέται ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν βωμὸν ἐδίδοσαν σφέας αὐτούς. Θηβαῖοι δὲ πυθόμενοι ταῦτα ἐστράτευον ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας· Ἀθηναῖοι δέ σφι ἐβοήθεον. [6.108.5] μελλόντων δὲ συνάπτειν μάχην Κορίνθιοι οὐ περιεῖδον, παρατυχόντες δὲ καὶ καταλλάξαντες ἐπιτρεψάντων ἀμφοτέρων οὔρισαν τὴν χώρην ἐπὶ τοῖσδε, ἐᾶν Θηβαίους Βοιωτῶν τοὺς μὴ βουλομένους ἐς Βοιωτοὺς τελέειν. Κορίνθιοι μὲν δὴ ταῦτα γνόντες ἀπαλλάσσοντο, Ἀθηναίοισι δὲ ἀπιοῦσι ἐπεθήκαντο Βοιωτοί, ἐπιθέμενοι δὲ ἑσσώθησαν τῇ μάχῃ. [6.108.6] ὑπερβάντες δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς οἱ Κορίνθιοι ἔθηκαν Πλαταιεῦσι εἶναι οὔρους, τούτους ὑπερβάντες τὸν Ἀσωπὸν αὐτὸν ἐποιήσαντο οὖρον Θηβαίοισι πρὸς Πλαταιέας εἶναι καὶ Ὑσιάς. ἔδοσαν μὲν δὴ οἱ Πλαταιέες σφέας αὐτοὺς Ἀθηναίοισι τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ, ἧκον δὲ τότε ἐς Μαραθῶνα βοηθέοντες. [6.109.1] τοῖσι δὲ Ἀθηναίων στρατηγοῖσι ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι, τῶν μὲν οὐκ ἐώντων συμβαλεῖν (ὀλίγους γὰρ εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλεῖν), τῶν δὲ καὶ Μιλτιάδεω κελευόντων. [6.109.2] ὡς δὲ δίχα τε ἐγίνοντο καὶ ἐνίκα ἡ χείρων τῶν γνωμέων, ἐνθαῦτα, ἦν γὰρ ἑνδέκατος ψηφιδοφόρος ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν Ἀθηναίων πολεμαρχέειν (τὸ παλαιὸν γὰρ Ἀθηναῖοι ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι), ἦν δὲ τότε πολέμαρχος Καλλίμαχος Ἀφιδναῖος, πρὸς τοῦτον ἐλθὼν Μιλτιάδης ἔλεγε τάδε· [6.109.3] Ἐν σοὶ νῦν, Καλλίμαχε, ἐστὶ ἢ καταδουλῶσαι Ἀθήνας ἢ ἐλευθέρας ποιήσαντα μνημόσυνον λιπέσθαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον οἷον οὐδὲ Ἁρμόδιός τε καὶ Ἀριστογείτων [λείπουσι]. νῦν γὰρ δή, ἐξ οὗ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι, ἐς κίνδυνον ἥκουσι μέγιστον, καὶ ἢν μέν γε ὑποκύψωσι τοῖσι Μήδοισι, δέδεκται τὰ πείσονται παραδεδομένοι Ἱππίῃ, ἢν δὲ περιγένηται αὕτη ἡ πόλις, οἵη τέ ἐστι πρώτη τῶν Ἑλληνίδων πολίων γενέσθαι. [6.109.4] κῶς ὦν δὴ ταῦτα οἷά τέ ἐστι γενέσθαι, καὶ κῶς ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, νῦν ἔρχομαι φράσων. ἡμέων τῶν στρατηγῶν ἐόντων δέκα δίχα γίνονται αἱ γνῶμαι, τῶν μὲν κελευόντων συμβαλεῖν, τῶν δὲ οὔ. [6.109.5] ἢν μέν νυν μὴ συμβάλωμεν, ἔλπομαί τινα στάσιν μεγάλην διασείσειν ἐμπεσοῦσαν τὰ Ἀθηναίων φρονήματα ὥστε μηδίσαι· ἢν δὲ συμβάλωμεν πρίν τι καὶ σαθρὸν Ἀθηναίων μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι, θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων οἷοί τέ εἰμεν περιγενέσθαι τῇ συμβολῇ. [6.109.6] ταῦτα ὦν πάντα ἐς σὲ νῦν τείνει καὶ ἐκ σέο ἄρτηται· ἢν γὰρ σὺ γνώμῃ τῇ ἐμῇ προσθῇ, ἔστι τοι πατρίς τε ἐλευθέρη καὶ πόλις πρώτη τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι· ἢν δὲ ‹τὴν› τῶν ἀποσπευδόντων τὴν συμβολὴν ἕλῃ, ὑπάρξει τοι τῶν ἐγὼ κατέλεξα ἀγαθῶν τὰ ἐναντία. [6.110.1] ταῦτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾶται τὸν Καλλίμαχον· προσγενομένης δὲ τοῦ πολεμάρχου τῆς γνώμης ἐκεκύρωτο συμβάλλειν. μετὰ δὲ οἱ στρατηγοὶ τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν, ὡς ἑκάστου αὐτῶν ἐγίνετο πρυτανηίη τῆς ἡμέρης, Μιλτιάδῃ παρεδίδοσαν· ὁ δὲ δεκόμενος οὔτι κω συμβολὴν ἐποιέετο, πρίν γε δὴ αὐτοῦ πρυτανηίη ἐγένετο. [6.111.1] ὡς δὲ ἐς ἐκεῖνον περιῆλθε, ἐνθαῦτα δὴ ἐτάσσοντο ὧδε οἱ Ἀθηναῖοι ὡς συμβαλέοντες· τοῦ μὲν δεξιοῦ κέρεος ἡγέετο ὁ πολέμαρχος [Καλλίμαχος]· ὁ γὰρ νόμος τότε εἶχε οὕτω τοῖσι Ἀθηναίοισι, τὸν πολέμαρχον ἔχειν κέρας τὸ δεξιόν. ἡγεομένου δὲ τούτου ἐξεδέκοντο ὡς ἀριθμέοντο αἱ φυλαί, ἐχόμεναι ἀλληλέων· τελευταῖοι δὲ ἐτάσσοντο, ἔχοντες τὸ εὐώνυμον κέρας, Πλαταιέες. [6.111.2] ἀπὸ ταύτης γάρ σφι τῆς μάχης Ἀθηναίων θυσίας ἀναγόντων ἐς τὰς πανηγύρις τὰς ἐν τῇσι πεντετηρίσι γινομένας κατεύχεται ὁ κῆρυξ ὁ Ἀθηναῖος ἅμα τε Ἀθηναίοισι λέγων γίνεσθαι τὰ ἀγαθὰ καὶ Πλαταιεῦσι. [6.111.3] τότε δὲ τασσομένων τῶν Ἀθηναίων ἐν τῷ Μαραθῶνι ἐγένετο τοιόνδε τι· τὸ στρατόπεδον ἐξισούμενον τῷ Μηδικῷ στρατοπέδῳ, τὸ μὲν αὐτοῦ μέσον ἐγίνετο ἐπὶ τάξις ὀλίγας, καὶ ταύτῃ ἦν ἀσθενέστατον τὸ στρατόπεδον, τὸ δὲ κέρας ἑκάτερον ἔρρωτο πλήθεϊ. [6.112.1] ὡς δέ σφι διετέτακτο καὶ τὰ σφάγια ἐγίνετο καλά, ἐνθαῦτα ὡς ἀπείθησαν οἱ Ἀθηναῖοι, δρόμῳ ἵεντο ἐς τοὺς βαρβάρους. ἦσαν δὲ στάδιοι οὐκ ἐλάσσονες τὸ μεταίχμιον αὐτῶν ἢ ὀκτώ. [6.112.2] οἱ δὲ Πέρσαι ὁρῶντες δρόμῳ ἐπιόντας παρεσκευάζοντο ὡς δεξόμενοι, μανίην τε τοῖσι Ἀθηναίοισι ἐπέφερον καὶ πάγχυ ὀλεθρίην, ὁρῶντες αὐτοὺς ἐόντας ὀλίγους, καὶ τούτους δρόμῳ ἐπειγομένους οὔτε ἵππου ὑπαρχούσης σφι οὔτε τοξευμάτων. [6.112.3] ταῦτα μέν νυν οἱ βάρβαροι κατείκαζον· Ἀθηναῖοι δὲ ἐπείτε ἀθρόοι προσέμειξαν τοῖσι βαρβάροισι, ἐμάχοντο ἀξίως λόγου. πρῶτοι μὲν γὰρ Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν δρόμῳ ἐς πολεμίους ἐχρήσαντο, πρῶτοι δὲ ἀνέσχοντο ἐσθῆτά τε Μηδικὴν ὁρῶντες καὶ τοὺς ἄνδρας ταύτην ἐσθημένους· τέως δὲ ἦν τοῖσι Ἕλλησι καὶ τὸ οὔνομα τὸ Μήδων φόβος ἀκοῦσαι. [6.113.1] μαχομένων δὲ ἐν τῷ Μαραθῶνι χρόνος ἐγίνετο πολλός. καὶ τὸ μὲν μέσον τοῦ στρατοπέδου ἐνίκων οἱ βάρβαροι, τῇ Πέρσαι τε αὐτοὶ καὶ Σάκαι ἐτετάχατο· κατὰ τοῦτο μὲν δὴ ἐνίκων οἱ βάρβαροι καὶ ῥήξαντες ἐδίωκον ἐς τὴν μεσόγαιαν, τὸ δὲ κέρας ἑκάτερον ἐνίκων Ἀθηναῖοί τε καὶ Πλαταιέες. [6.113.2] νικῶντες δὲ τὸ μὲν τετραμμένον τῶν βαρβάρων φεύγειν ἔων, τοῖσι δὲ τὸ μέσον ῥήξασι αὐτῶν συναγαγόντες τὰ κέρεα [ἀμφότερα] ἐμάχοντο, καὶ ἐνίκων Ἀθηναῖοι. φεύγουσι δὲ τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες, ἐς ὃ ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἀπικόμενοι πῦρ τε αἴτεον καὶ ἐπελαμβάνοντο τῶν νεῶν. [6.114.1] καὶ τοῦτο μὲν ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ὁ πολέμαρχος [Καλλίμαχος] διαφθείρεται, ἀνὴρ γενόμενος ἀγαθός, ἀπὸ δ᾽ ἔθανε τῶν στρατηγῶν Στησίλεως ὁ Θρασύλεω· τοῦτο δὲ Κυνέγειρος ὁ Εὐφορίωνος ἐνθαῦτα ἐπιλαμβανόμενος τῶν ἀφλάστων νεός, τὴν χεῖρα ἀποκοπεὶς πελέκεϊ πίπτει, τοῦτο δὲ ἄλλοι Ἀθηναίων πολλοί τε καὶ ὀνομαστοί. [6.115.1] ἑπτὰ μὲν δὴ τῶν νεῶν ἐπεκράτησαν τρόπῳ τοιούτῳ Ἀθηναῖοι, τῇσι δὲ λοιπῇσι οἱ βάρβαροι, ἐξανακρουσάμενοι καὶ ἀναλαβόντες ἐκ τῆς νήσου ἐν τῇ ἔλιπον τὰ ἐξ Ἐρετρίης ἀνδράποδα, περιέπλεον Σούνιον, βουλόμενοι φθῆναι τοὺς Ἀθηναίους ἀπικόμενοι ἐς τὸ ἄστυ. αἰτίη δὲ ἔσχε ἐν Ἀθηναίοισι ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς αὐτοὺς ταῦτα ἐπινοηθῆναι· τούτους γὰρ συνθεμένους τοῖσι Πέρσῃσι ἀναδέξαι ἀσπίδα ἐοῦσι ἤδη ἐν τῇσι νηυσί. [6.116.1] οὗτοι μὲν δὴ περιέπλεον Σούνιον· Ἀθηναῖοι δὲ ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον ἐς τὸ ἄστυ, καὶ ἔφθησάν τε ἀπικόμενοι πρὶν ἢ τοὺς βαρβάρους ἥκειν, καὶ ἐστρατοπεδεύσαντο ἀπιγμένοι ἐξ Ἡρακλείου τοῦ ἐν Μαραθῶνι ἐν ἄλλῳ Ἡρακλείῳ τῷ ἐν Κυνοσάργεϊ. οἱ δὲ βάρβαροι τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου (τοῦτο γὰρ ἦν ἐπίνειον τότε τῶν Ἀθηναίων) ὑπὲρ τούτου ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ἀπέπλεον ὀπίσω ἐς τὴν Ἀσίην. [6.117.1] ἐν ταύτῃ τῇ ἐν Μαραθῶνι μάχῃ ἀπέθανον τῶν βαρβάρων κατὰ ἑξακισχιλίους καὶ τετρακοσίους ἄνδρας, Ἀθηναίων δὲ ἑκατὸν καὶ ἐνενήκοντα καὶ δύο. ἔπεσον μὲν ἀμφοτέρων τοσοῦτοι· [6.117.2] συνήνεικε δὲ αὐτόθι θῶμα γενέσθαι τοιόνδε, Ἀθηναῖον ἄνδρα Ἐπίζηλον τὸν Κουφαγόρεω ἐν τῇ συστάσι μαχόμενόν τε καὶ ἄνδρα γινόμενον ἀγαθὸν τῶν ὀμμάτων στερηθῆναι, οὔτε πληγέντα οὐδὲν τοῦ σώματος οὔτε βληθέντα, καὶ τὸ λοιπὸν τῆς ζόης διατελέειν ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου ἐόντα τυφλόν. [6.117.3] λέγειν δὲ αὐτὸν περὶ τοῦ πάθεος ἤκουσα τοιόνδε τινὰ λόγον, ἄνδρα οἱ δοκέειν ὁπλίτην ἀντιστῆναι μέγαν, τοῦ τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σκιάζειν· τὸ δὲ φάσμα τοῦτο ἑωυτὸν μὲν παρεξελθεῖν, τὸν δὲ ἑωυτοῦ παραστάτην ἀποκτεῖναι. ταῦτα μὲν δὴ Ἐπίζηλον ἐπυθόμην λέγειν.

[6.105.1] Η πρώτη ενέργεια των στρατηγών, πριν ακόμη κινήσουν από την πόλη, ήταν να στείλουν στη Σπάρτη κήρυκα τον Φιλιππίδη, που βέβαια ήταν Αθηναίος, κι επίσης ταχυδρόμος — αυτή ήταν η δουλειά του. Αυτόν λοιπόν, όπως διηγόταν ο ίδιος ο Φιλιππίδης και το ανάγγειλε στους Αθηναίους, τον συνάντησε ο Παν στην περιοχή του Παρθενίου όρους, που βρίσκεται πάνω από την Τεγέα. [6.105.2] Και πως ο Παν φωνάζοντας τον Φιλιππίδη με τ᾽ όνομά του τον πρόσταξε ν᾽ αναγγείλει στους Αθηναίους, για ποιό λόγο δεν του προσφέρουν καμιά λατρεία, αυτόν που θέλει το καλό των Αθηναίων και σε πολλές περιπτώσεις τούς στάθηκε χρήσιμος, και θα τους σταθεί και στο μέλλον. [6.105.3] Οι Αθηναίοι λοιπόν πίστεψαν πως αυτά είναι αληθινά, κι έτσι, όταν αποκαταστάθηκαν με τον καλύτερο τρόπο τα πράγματα της πόλης τους, ίδρυσαν ναό του Πανός κάτω από την Ακρόπολη και, εξαιτίας του μηνύματος που τους έστειλε, κάθε χρόνο προσπέφτουν στη χάρη του με θυσίες και λαμπαδηφορία.
[6.106.1] Λοιπόν, τότε αυτός ο Φιλιππίδης, που στάλθηκε με εντολή των στρατηγών και που, κατά τα λεγόμενά του, του εμφανίστηκε ο Παν, ξεκινώντας απ᾽ την πόλη της Αθήνας, την επόμενη μέρα έφτασε στη Σπάρτη, παρουσιάστηκε στους άρχοντες κι έλεγε: [6.106.2] «Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι σάς ζητούν να τους βοηθήσετε και να μην αφήσετε να πέσει σκλαβωμένη στα χέρια των βαρβάρων η αρχαιότερη ελληνική πόλη· γιατί νά, τώρα η Ερέτρια έχει υποδουλωθεί και η δύναμη της Ελλάδας μειώθηκε με το να χαθεί μια υπολογίσιμη πόλη». [6.106.3] Αυτός λοιπόν τους μετέφερε όσα του είχαν παραγγείλει, κι εκείνοι δέχτηκαν βέβαια να βοηθήσουν τους Αθηναίους, τους ήταν όμως αδύνατο να το κάνουν αυτό αμέσως, επειδή δεν ήθελαν να καταργήσουν το έθιμό τους· δηλαδή ήταν η ένατη μέρα του μήνα και την ένατη μέρα, καθώς δεν έχουν ακόμη πανσέληνο, είπαν πως δε θα βγουν σε εκστρατεία.
[6.107.1] Αυτοί λοιπόν περίμεναν την πανσέληνο, ενώ ο Ιππίας, ο γιος του Πεισιστράτου, οδηγούσε τους βαρβάρους στον Μαραθώνα· την προηγούμενη νύχτα είδε ένα τέτοιο όνειρο: του φάνηκε του Ιππία πως έσμιξε στο κρεβάτι με τη μητέρα του. [6.107.2] Λοιπόν έδωσε την εξής εξήγηση στο όνειρο: πως θα γυρίσει από την εξορία στην Αθήνα, θα ξαναπάρει στα χέρια του την εξουσία κι ύστερα θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα στην πόλη του. Αυτή λοιπόν την εξήγηση έδωσε στο όνειρο, κι οδηγώντας τότε τους Πέρσες, αποβίβασε πρώτα πρώτα σ᾽ ένα νησί των Στύρων που λέγεται Αιγιλία τα ανδράποδα που κυρίεψαν στην Ερέτρια, κι ύστερα έφερε τα καράβια σε αραξοβόλια και οργάνωσε την παράταξη των βαρβάρων που είχαν αποβιβαστεί. [6.107.3] Και την ώρα που ρύθμιζε αυτά, τον έπιασε φτάρνισμα και βήχας δυνατότερος από το συνηθισμένο· κι έτσι που ο άνθρωπος τα ᾽χε τα χρονάκια του, τα περισσότερα δόντια του κουνήθηκαν. Μάλιστα απ᾽ το δυνατό βήξιμο ένα πετάχτηκε απ᾽ το στόμα του κι έπεσε στην άμμο· κι εκείνος και τί δεν έκανε για να το βρει. [6.107.4] Και μη βρίσκοντας το δόντι του, αναστέναξε και είπε στη συνοδεία του: «Η γη αυτή δεν είναι δική μας κι ούτε θα μπορέσουμε να τη βάλουμε στο χέρι· κι αν είχα κάποιο μερίδιο σ᾽ αυτή, το κατέχει τώρα το δόντι μου».
[6.108.1] Ο Ιππίας λοιπόν συσχέτιζε με αυτά την οπτασία που είχε δει· τώρα, στους Αθηναίους που είχαν παραταχτεί στο τέμενος του Ηρακλή ήρθαν σε επικουρία οι Πλαταιείς πανστρατιά· γιατί οι Πλαταιείς είχαν προσαρτήσει την πόλη τους στην Αθήνα, κι οι Αθηναίοι είχαν κιόλας πάρει πάνω τους πολλούς αγώνες για να τους υπερασπιστούν. Νά πώς παρέδωσαν την πόλη τους: [6.108.2] καθώς τους πίεζαν οι Θηβαίοι, οι Πλαταιείς την παρέδωσαν πρώτα στον Κλεομένη, το γιο του Αναξανδρίδα, και στους Λακεδαιμονίους που βρέθηκαν στα μέρη τους. Κι εκείνοι δε δέχονταν και τους έλεγαν τα εξής: «Εμείς κατοικούμε πολύ μακριά κι η βοήθειά μας σε σας θα έφτανε κατόπιν εορτής· γιατί δέκα φορές οι εχθροί θα υποδούλωναν την πόλη σας πριν καν κάποιος από μας το πάρει είδηση. [6.108.3] Σας συμβουλεύουμε λοιπόν να παραδώσετε την πόλη σας στους Αθηναίους που είναι γείτονές σας κι είναι σπουδαίοι σύμμαχοι». [6.108.4] Οι Λακεδαιμόνιοι έδιναν αυτές τις συμβουλές όχι επειδή ήθελαν τόσο πια το καλό των Πλαταιέων, όσο επειδή ήθελαν να ᾽χουν σκοτούρες οι Αθηναίοι από τις προστριβές με τους Βοιωτούς. Αυτές λοιπόν τις συμβουλές έδωσαν στους Πλαταιείς οι Λακεδαιμόνιοι, κι εκείνοι δεν τους παράκουσαν, αλλά, τη μέρα που οι Αθηναίοι πρόσφεραν θυσίες στους δώδεκα θεούς, αυτοί κάθισαν ικέτες στο βωμό και τους παρέδωσαν την πόλη τους. Μαθαίνοντας αυτά οι Θηβαίοι εκστράτευσαν εναντίον της Πλάταιας, κι οι Αθηναίοι έσπευσαν να βοηθήσουν. [6.108.5] Και την ώρα που ήταν να έρθουν στα χέρια, οι Κορίνθιοι δεν άφησαν να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, αλλά μπήκαν στη μέση κι έδωσαν τέλος στον πόλεμό τους· κι ύστερα, καθώς και οι δυο μεριές δέχτηκαν τη διαιτησία τους, οι Κορίνθιοι όρισαν τα σύνορα αναμεταξύ τους, με τον όρο να μη πειράξουν οι Θηβαίοι όσους Βοιωτούς δεν ήθελαν να μετέχουν στον βοιωτικό συνασπισμό. Αυτή την κρίση έβγαλαν οι Κορίνθιοι και σηκώθηκαν κι έφυγαν, κι ενώ αποσύρονταν και οι Αθηναίοι, οι Βοιωτοί τούς επιτέθηκαν, αλλά η επίθεσή τους κατέληξε σε ήττα. [6.108.6] Λοιπόν οι Αθηναίοι καταπάτησαν τα σύνορα που όρισαν οι Κορίνθιοι για τους Πλαταιείς· τα καταπάτησαν κι έφεραν τα σύνορα των Θηβαίων με τους Πλαταιείς πιο πέρα, στον ποταμό Ασωπό και στην πόλη Υσιές. Με τον τρόπο που διηγηθήκαμε λοιπόν παρέδωσαν την πόλη τους στους Αθηναίους οι Πλαταιείς, και τότε έφτασαν στον Μαραθώνα για να βοηθήσουν.
[6.109.1] Αλλά οι γνώμες των Αθηναίων στρατηγών μοιράστηκαν στα δυο· ορισμένοι δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους να δοθεί μάχη (γιατί, έλεγαν, ήταν λίγοι για να δώσουν μάχη με το στρατό των Περσών), ενώ οι άλλοι και ο Μιλτιάδης επέμεναν να δοθεί. [6.109.2] Μοιράζονταν λοιπόν οι γνώμες και πλειοψηφούσε η χειρότερη· αλλά, επειδή κι ένας ενδέκατος είχε δικαίωμα ψήφου, αυτός που έπαιρνε με κλήρο το αξίωμα του πολεμάρχου των Αθηναίων (γιατί τον παλιό καιρό οι Αθηναίοι έδιναν στον πολέμαρχο ψήφο που είχε το ίδιο βάρος με την ψήφο των στρατηγών), ο Μιλτιάδης πήγε και βρήκε τον Καλλίμαχο από τις Αφίδνες, που ήταν τότε πολέμαρχος, και του μίλησε έτσι: [6.109.3] «Καλλίμαχε, τώρα στα χέρια σου είναι ή να ρίξεις στη σκλαβιά την Αθήνα ή να την κάνεις ελεύθερη και να μείνει τ᾽ όνομά σου όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, πιο δοξασμένο απ᾽ του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Γιατί, βλέπεις, τώρα η Αθήνα διατρέχει τον πιο μεγάλο κίνδυνο απ᾽ τον καιρό της ίδρυσής της, κι αν μπει κάτω απ᾽ το ζυγό των Μήδων, όλος ο κόσμος ξέρει τί θα πάθει στα χέρια του Ιππία, αν όμως η πόλη αυτή σωθεί, μπορεί ν᾽ αναδειχτεί η πρώτη απ᾽ τις ελληνικές πόλεις. [6.109.4] Λοιπόν, πώς μπορούν να γίνουν αυτά, και κάτω από ποιές συνθήκες η τελική απόφαση γι᾽ αυτά είναι στα χέρια σου, θα σου το πω τώρα. Εμάς, των δέκα στρατηγών, οι γνώμες είναι στα δυο· άλλοι υποστηρίζουν να δώσουμε μάχη κι άλλοι να μη δώσουμε. [6.109.5] Λοιπόν, αν δε δώσουμε μάχη, φοβάμαι μήπως ξεσπάσει καμιά μεγάλη διχόνοια και κλονίσει το φρόνημα των Αθηναίων, με αποτέλεσμα να μηδίσουν· αν όμως δώσουμε μάχη προτού κάτι σάπιο φωλιάσει στις ψυχές μερικών Αθηναίων, θα μπορέσουμε, φτάνει οι θεοί να κρατήσουν δίκαιη ζυγαριά, να βγούμε νικητές στη σύγκρουση. [6.109.6] Λοιπόν όλ᾽ αυτά εσένα περιμένουν και από σένα κρέμονται· δηλαδή, αν προσθέσεις την ψήφο σου στη δική μου γνώμη, θα ᾽χεις πατρίδα ελεύθερη κι η πόλη σου θα είναι η πρώτη ανάμεσα στις ελληνικές· αν προτιμήσεις τη γνώμη αυτών που πασχίζουν ν᾽ αναβάλουν τη σύγκρουση, θα πετύχεις τα αντίθετα από τα καλά που σου απαρίθμησα».
[6.110.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια ο Μιλτιάδης προσεταιρίζεται τον Καλλίμαχο· και με την προσθήκη της γνώμης του πολεμάρχου πάρθηκε η τελική απόφαση, να δώσουν μάχη. Κατόπιν, οι στρατηγοί που είχαν ταχθεί με τη γνώμη να δώσουν μάχη, όταν με τη σειρά του ο καθένας αποχτούσε το γενικό πρόσταγμα για μια μέρα, το παραχωρούσε στον Μιλτιάδη· κι αυτός το δεχόταν, δεν έλεγε όμως να δώσει μάχη παρά μόνο όταν έφτασε η μέρα που είχε με τη σειρά του το γενικό πρόσταγμα.
[6.111.1] Κι όταν ήρθε η σειρά του, νά πώς παρατάχτηκαν οι Αθηναίοι για να δώσουν μάχη· επικεφαλής στη δεξιά πτέρυγα ήταν ο πολέμαρχος· γιατί τότε αυτή ήταν η τάξη στην Αθήνα, να έχει τη δεξιά πτέρυγα ο πολέμαρχος· κι αρχίζοντας απ᾽ αυτήν έρχονταν η μια αμέσως ύστερ᾽ από την άλλη οι φυλές των πολιτών, με τη σειρά της απαρίθμησής τους· την παράταξη έκλειναν οι Πλαταιείς, που κρατούσαν την αριστερή πτέρυγα. [6.111.2] Κι από τη μάχη αυτή και μετά, όταν οι Αθηναίοι προσφέρουν θυσίες στις μεγάλες γιορτές που γίνονται κάθε πέμπτο χρόνο, ο Αθηναίος κήρυκας, στις ευχές που απαγγέλλει για να δώσουν οι θεοί ευτυχία στους Αθηναίους, προσθέτει «και στους Πλαταιείς». [6.111.3] Τότε λοιπόν η παράταξή τους στον Μαραθώνα πήρε ένα τέτοιο σχήμα: το στρατόπεδό τους σχημάτιζε μέτωπο ίσο με το μέτωπο των Περσών, αλλά στο κέντρο είχε μικρό βάθος κι ήταν το πιο αδύνατο σημείο της παράταξής τους, ενώ οι δυο πτέρυγες με τις πυκνές γραμμές τους ήταν ενισχυμένες.
[6.112.1] Κι όταν πήραν τις θέσεις μάχης κι οι θυσίες έδωσαν αίσιους οιωνούς, τότε, μόλις τους δόθηκε το σύνθημα, οι Αθηναίοι χύθηκαν τρέχοντας εναντίον των βαρβάρων· και η απόσταση που χώριζε τους δυο στρατούς δεν ήταν μικρότερη από οχτώ σταδίους. [6.112.2] Κι οι Πέρσες, βλέποντάς τους να έρχονται πάνω τους τρέχοντας, ετοιμάζονταν να τους αντιμετωπίσουν, και καταλόγιζαν στους Αθηναίους μανία που τους οδηγούσε στον αφανισμό, βλέποντάς τους να είναι λίγοι, κι αυτοί οι λίγοι να εξορμούν ακράτητοι, την ώρα που δεν τους στήριζαν ούτε ιππικό ούτε τοξότες· [6.112.3] λοιπόν τέτοια υποτιμητική ιδέα σχημάτισαν γι᾽ αυτούς οι βάρβαροι. Κι οι Αθηναίοι, καθώς ήρθαν σε πυκνό σχηματισμό στα χέρια με τους βαρβάρους, πολεμούσαν με έξοχη παλικαριά. Κι αλήθεια, απ᾽ όσο ξέρουμε εμείς, ήταν οι πρώτοι απ᾽ όλους τους Έλληνες που επιτέθηκαν τρέχοντας εναντίον των εχθρών, και πρώτοι που δε δείλιασαν αντικρίζοντας τη μηδική στολή και τους άντρες που τη φορούσαν· ενώ πρωτύτερα οι Έλληνες και μόνο που άκουγαν το όνομα Μήδοι κυριεύονταν από φόβο.
[6.113.1] Η μάχη τους στον Μαραθώνα κράτησε ώρες πολλές. Λοιπόν, στο κέντρο του μετώπου νικούσαν οι βάρβαροι, εκεί όπου είχαν παραταχτεί οι ίδιοι οι Πέρσες και οι Σάκες· σ᾽ αυτό το σημείο νικούσαν οι βάρβαροι, δημιούργησαν ρήγμα και συνέχιζαν την καταδίωξη προς τα μεσόγεια· αλλά στη μια και στην άλλη πτέρυγα νικούσαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς. [6.113.2] Και παίρνοντας τη νίκη, τους βαρβάρους που είχαν στρέψει τα νώτα τούς παράτησαν στη φευγάλα τους, ενώ, ενώνοντας τις δυο πτέρυγές τους σ᾽ ένα σώμα, έδιναν μάχη με τους Πέρσες που είχαν πετύχει το ρήγμα στο κέντρο του μετώπου· νικητές βγήκαν οι Αθηναίοι. Και πήραν στο κυνήγι τους Πέρσες που τράπηκαν σε φυγή και τους έσφαζαν, ώσπου έφτασαν στη θάλασσα κι έψαχναν να βρουν φωτιά και γαντζώνονταν στα καράβια των εχθρών.
[6.114.1] Και σ᾽ αυτόν τον αγώνα σκοτώνεται ο πολέμαρχος, που αναδείχτηκε ήρωας, σκοτώθηκε κι από τους στρατηγούς ο Στησίλαος, ο γιος του Θρασυλάου· κι από τους άλλους ο Κυνέγειρος, ο γιος του Ευφορίωνος, γαντζωμένος τότε στη φιγούρα της πρύμης καραβιού, έπεσε νεκρός όταν του έκοψαν με τσεκούρι το χέρι· κι άλλοι ακόμα Αθηναίοι, πολλοί και ονομαστοί.
[6.115.1] Μ᾽ ένα τέτοιο τρόπο οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν εφτά καράβια, κι οι βάρβαροι με τα υπόλοιπα βγήκαν στ᾽ ανοιχτά, πήραν τα ανδράποδα της Ερέτριας από το νησί όπου τα είχαν αφήσει κι αρμενίζοντας έκαναν το γύρο του Σουνίου θέλοντας να φτάσουν πρώτοι στην πόλη, προλαβαίνοντας τους Αθηναίους. Και καταγγέλθηκε στην Αθήνα πως αυτή τους η ιδέα ήταν δόλιο σχέδιο των Αλκμεωνιδών· γιατί ετούτοι, ειπώθηκε, συνεννοημένοι με τους Πέρσες, ύψωσαν ασπίδα την ώρα που εκείνοι ήταν κιόλας στα καράβια.
[6.116.1] Αυτοί λοιπόν έκαναν με τα καράβια τους το γύρο του Σουνίου· κι οι Αθηναίοι απ᾽ τη μεριά τους, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, έσπευδαν να υπερασπιστούν την πόλη και πρόλαβαν κι έφτασαν πριν έρθουν οι βάρβαροι· αφήνοντας το τέμενος του Ηρακλή στον Μαραθώνα ήρθαν και στρατοπέδευσαν σ᾽ ένα άλλο τέμενος του Ηρακλή, στο Κυνόσαργες. Οι βάρβαροι τότε, με τα καράβια τους να σαλεύουν στα νερά του Φαλήρου (γιατί τότε αυτό ήταν ο ναύσταθμος της Αθήνας), κράτησαν λοιπόν τα καράβια τους στα πανιά απέναντι απ᾽ το Φάληρο κι ύστερα πήραν το δρόμο του γυρισμού για την Ασία.
[6.117.1] Στη μάχη αυτή του Μαραθώνα σκοτώθηκαν από τους βαρβάρους περίπου έξι χιλιάδες τετρακόσιοι άντρες κι από τους Αθηναίους εκατόν ενενήντα δυο· αυτές ήταν οι απώλειες που είχαν τα δυο μέρη. [6.117.2] Και στην ίδια μάχη συνέβη ένα τέτοιο καταπληκτικό περιστατικό: ένας Αθηναίος, ο Επίζηλος, ο γιος του Κουφαγόρα, που πολεμούσε ηρωικά εκεί που πάλευαν στήθος με στήθος, έχασε το φως των ματιών του χωρίς να δεχτεί ούτε χτύπημα ούτε βέλος σε κανένα μέρος του σώματός του κι από τότε έμεινε σ᾽ όλη τη ζωή του τυφλός. [6.117.3] Κι άκουσα να διηγούνται για το πάθημά του μια τέτοια ιστορία, πως του φάνηκε να στέκεται αντίκρυ του ένας πελώριος οπλίτης, που η γενειάδα του σκέπαζε ολόκληρη την ασπίδα του· κι αυτό το φάντασμα προσπέρασε τον ίδιο και σκότωσε τον συμπολεμιστή του. Αυτή την ιστορία άκουσα πως διηγιόταν ο Επίζηλος.

Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΙΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΦΟΡΩΝ ΜΗΔΩΝ.

 Από το 491π.Χ., ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος, άρχισε να καταστρώνει σχέδια για επιδρομή, εναντίον της Ελλάδας. Κατά τον Ηρόδοτο, έστειλε κήρυκες στα νησιά του Αιγαίου και τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ζητώντας «γην και ύδωρ», δηλαδή υποταγή. Πολλά νησιά (ανάμεσά τους η Θάσος και η Αίγινα), δέχτηκαν την περσική απαίτηση. Αντίθετα, οι Αθηναίοι, αφού κατηγόρησαν τους Αιγινήτες ως «προδότες της Ελλάδας», έριξαν τους κήρυκες του Δαρείου που έφτασαν στην πόλη, σε ένα βάραθρο, όπου βρήκαν τον θάνατο.

Αλλά και οι απεσταλμένοι του Δαρείου στη Σπάρτη δεν είχαν καλύτερη τύχη. Οι Σπαρτιάτες, τους έριξαν σ’ ένα πηγάδι, λέγοντάς τους να πάρουν από εκεί «γη και ύδωρ» και να τα πάνε στον βασιλιά τους! (Ηρόδοτος, 6, 133). Ήταν δεδομένο πλέον ότι η ρήξη με την Περσία, δεν μπορούσε να αποτραπεί.

Παράλληλα, οι Αθηναίοι, ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών στη διαμάχη τους με την «καραβοξάκουστη Αίγινα» (Πίνδαρος). Πραγματικά, οι Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον Κλεομένη, εκστράτευσαν εναντίον της Αίγινας. Οι νησιώτες, φοβούμενοι τη στρατιωτική δύναμη των Σπαρτιατών, συνθηκολόγησαν. ‘Όπως γράφει ο Ηρόδοτος, ο Κλεομένης στην Αίγινα «εργαζόταν για το καλό της Ελλάδας» (6,61). Όμως, οι συμπολίτες του, δεν ενθουσιάστηκαν με την επιτυχία του Κλεομένη και με διάφορες μεθοδεύσεις και μηχανορραφίες, τον εξόρισαν.
Για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, ο Δαρείος διόρισε νέους στρατηγούς. Αντικατέστησε τον Μαρδόνιο, που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την καταστροφή του στόλου στον Άθω (την άνοιξη του 492 π.Χ., γύρω στα 300 περσικά πλοία καταποντίστηκαν και 20.000 άνδρες πνίγηκαν από την τρικυμία), με τον Μήδο Δάτη και τον Πέρση Αρταφέρνη, ανιψιό του Δαρείου και γιο του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων.

Ο περσικός στρατός, συγκεντρώθηκε την άνοιξη του 490 π.Χ. στο Αλήιον της Κιλικίας. Για την αριθμητική δύναμη των Περσών, όπως συνήθως, υπάρχουν πολλές απόψεις. Ο Ηρόδοτος, κάνει μνεία μόνο για «πεζόν στρατόν πολλόν τε και εν εσκευασμένον». Ο σύγχρονος επιγραμματοποιός Σιμωνίδης, αναφέρεται σε 200.000 άνδρες. Από τους μεταγενέστερους, ο Πλάτωνας γράφει για 500.000, ο Παυσανίας 300.000 και ο Ιουστίνος για 600.000. Από τους νεότερους ιστορικούς οι Busolt και Glotz, υπολογίζουν τους Πέρσες σε 50.000 άνδρες και άλλοι σε 20.000. Ο Peter Green, στο βιβλίο του «Οι Ελληνοπερσικοί Πόλεμοι» γράφει: «Ο Δάτης και ο Αρταφέρνης είχαν μια μαχητική δύναμη τουλάχιστον 25.000 ανδρών…οι συνολικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των κωπηλατών και των επιστρατευομένων, υπερέβαιναν τις 80.000. Για τη διαμετακόμισή τους είχαν περίπου 400 εμπορικά πλοία και μια συνοδεία τουλάχιστον 200 τριήρων».


Κλείσιμο

 
Οι Πέρσες στο Αιγαίο και την Εύβοια
Ο στρατός αυτός, επιβιβάστηκε σε πλοία και κινήθηκε, αιφνιδιαστικά, εναντίον της Νάξου. Οι κάτοικοι του νησιού, δεν πρόλαβαν να οργανώσουν την άμυνά τους, όπως το 499 π.Χ. Άλλοι κατέφυγαν στα ορεινά μέρη του νησιού και άλλοι εξανδραποδίσθηκαν. Οι ναοί και οι κατοικίες πυρπολήθηκαν και το νησί έμεινε υπόδουλο στους Πέρσες ως το 479 π.Χ.

Όταν οι κάτοικοι της Δήλου έμαθαν για την καταστροφή της Νάξου, κατέφυγαν στην Τήνο. Ο περσικός στόλος, κατέπλευσε στη Ρήνεια, γειτονικό νησί της Δήλου και ο Δάτης, αφού κάλεσε τους κατοίκους του ιερού νησιού να επιστρέψουν, πρόσφερε θυσία στον Απόλλωνα 300 τάλαντα θυμιάματος, όπως γράφει ο Ηρόδοτος. Μόλις οι Πέρσες έφυγαν από τη Δήλο, ισχυρός σεισμός κατέστρεψε το νησί.

Οι Πέρσες, αφού υπέταξαν τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, έφτασαν στην Κάρυστο. Οι κάτοικοι της πόλης δεν δέχτηκαν να παραδοθούν, τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Η ευβοϊκή πόλη λεηλατήθηκε από τους Πέρσες, οι οποίοι στη συνέχεια, έφτασαν στην Ερέτρια που συνταραζόταν από εμφύλιες διαμάχες. Οι Αθηναίοι, με πρόταση του Μιλτιάδη, είχαν αποφασίσει να βοηθήσουν την πόλη με 2.000 κληρούχους εγκατεστημένους στη Χαλκίδα. Ωστόσο, αυτοί μόλις έμαθαν τις εμφύλιες διαμάχες στην Ερέτρια, έφυγαν και πήγαν στον Ωρωπό. Η Ερέτρια έπεσε στα χέρια των Περσών μετά από πολιορκία 6 ημερών και προδοσία του Ευφόρβου και του Φιλάγρου. Η πόλη ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοί της μεταφέρθηκαν ως άποικοι στα Αρδέρικκα της Σονσιανής. Ωστόσο, η Ερέτρια, ανοικοδομήθηκε σχεδόν αμέσως μετά το 490 π.Χ. από κατοίκους που είχαν καταφύγει στα βουνά της Εύβοιας. Μάλιστα, το 480 π.Χ. έστειλε 7 τριήρεις στη Σαλαμίνα!



 
Αθηναίοι και Πέρσες στο Μαραθώνα
Επόμενος στόχος των Περσών, ήταν η κατάληψη της Αθήνας. Ο γιος του Πεισίστρατου, Ιππίας, που είχαν μαζί τους και στον οποίον είχαν υποσχεθεί να τον επαναφέρουν στην εξουσία, τους συμβούλευσε, κατά τον Ηρόδοτο, να αποβιβασθούν στην πεδιάδα του Μαραθώνα, γιατί ήταν κοντά στην Ερέτρια αλλά και γιατί η τοποθεσία ήταν κατάλληλη για δράση του ιππικού. Παράλληλα, ο Ιππίας γνώριζε ότι οι φτωχοί χωρικοί της περιοχής (διάκριοι), ήταν αφοσιωμένοι οπαδοί των Πεισιστρατίδων. Οι Πέρσες τέλος, πίστευαν ότι αν ο αθηναϊκός στρατός εγκατέλειπε την Αθήνα για να τους αντιμετωπίσει στον Μαραθώνα, εύκολα οι οπαδοί των Πεισιστρατίδων θα επικρατούσαν στην πόλη και θα τους την παρέδιδαν.

Από την άλλη, οι Αθηναίοι, έχοντας πρόσφατο και το παράδειγμα της Ερέτριας, φοβόταν προδοσία σε περίπτωση πολιορκίας της πόλης. Ένας άλλος λόγος που τους έφερε στο Μαραθώνα, ήταν ότι η πόλη τους δεν προστατευόταν τότε από ισχυρά τείχη, δεν συνδεόταν με το, τότε λιμάνι της το Φάληρο, με τείχη και δεν είχε στόλο ώστε να αντιμετωπίσει με εξασφαλισμένο τον ανεφοδιασμό, πολιορκία διαρκείας. Το σχέδιο για την αντιμετώπιση των Περσών στον Μαραθώνα, ανήκει στον Μιλτιάδη. Αυτός έπεισε επίσης τον πολέμαρχο Καλλίμαχο και τους άλλους στρατηγούς να μην περιοριστούν σε άμυνα αλλά να ακολουθήσουν επιθετική τακτική. Βέβαια, η πεδιάδα του Μαραθώνα προσφερόταν σε μεγάλο τμήμα της για δράση του εχθρικού ιππικού, ωστόσο ήταν ιδανική και για την αθηναϊκή φάλαγγα των οπλιτών, που υπερείχε σαφώς των Περσών.

Μόλις οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν στον Μαραθώνα, έστειλαν στη Σπάρτη έναν γρήγορο αγγελιοφόρο, τον Φειδιππίδη, για να ζητήσουν βοήθεια. Είτε για θρησκευτικούς λόγους (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος), είτε για στρατιωτικούς (πόλεμος εναντίον των Μεσσηνίων και των ειλώτων), η σπαρτιατική βοήθεια δεν ήρθε έγκαιρα. Ζήτησαν κι από άλλες πόλεις βοήθεια οι Αθηναίοι, ωστόσο, μόνο οι Πλαταιείς, έστειλαν 1.000 άνδρες (κατά τον Peter Green 600 – 1.000).

Η μάχη έγινε είτε στις 13 ή 14 Αυγούστου του 490 π.Χ. ,είτε στις 9 Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ.




 
Το πεδίο της μάχης
Η πεδιάδα του Μαραθώνα, πλαισιώνεται στις 3 πλευρές της από τους πρόποδες της Πεντέλης και της Πάρνηθας και, στην ανατολική πλευρά, από τη θάλασσα. Κατά την εποχή της μάχης, στο ανατολικό τμήμα της πεδιάδας του Μαραθώνα, υπήρχε εκτεταμένο έλος, ενώ ένα άλλο έλος, που λεγόταν Μπρεξίζα ή Βορός, υπήρχε στο ΝΔ στενό τμήμα της πεδιάδας μεταξύ της ακτής και του όρους Αγριλίκι. Στο κέντρο της πεδιάδας και ΝΔ από το μεγάλο έλος, βρισκόταν ο χείμαρρος Χάραδρος και στο ΒΔ τμήμα του έλους, η πηγή Μακαρία. Τέλος, το τμήμα προς τον μυχό του κόλπου του μεγάλου έλους, η παραλιακή περιοχή του Σχοινιά καλυπτόταν από δάσος.Δυτικά και βόρεια, ορίζεται από τα βουνά Αγριλίκι, Κοτρώνι και Σταυροκοράκι.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι στρατοπέδευσαν κοντά σ’ ένα ναό του Ηρακλή, το «Ηράκλειον του Μαραθώνος», γράφει ο Ηρόδοτος. Η θέση της τοποθεσίας αυτής, δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια. Πιστεύεται όμως, ότι βρίσκεται σ’ ένα αντέρεισμα του όρους Αγριλίκι, σύμφωνα με τους Wilcken και Bengtson. Το ύψωμα αυτό, παρουσιάζει μεγάλα πλεονεκτήματα, τόσο για την άμυνα όσο και για την επίθεση. Η επιλογή της θέσης και ο τρόπος αντιμετώπισης των Περσών, οφείλονται στον Μιλτιάδη, ο έμπειρος και εφευρετικός νους του οποίου, για πρώτη φορά, πέτυχε σε τέτοιο βαθμό, να εφαρμόσει καινούργια στρατηγική και πρωτοποριακή τακτική και να πετύχει περίλαμπρη νίκη.   





 
Λίγο πριν τη σύγκρουση
Οι Πέρσες, εγκαταστάθηκαν στην παραλία του σημερινού Σχοινιά, στην ανατολική πλευρά της πεδιάδας, ανάμεσα στον χείμαρρο Χάραδρο και το μεγάλο έλος.

Την αυγή της επόμενης μέρας, έφτασαν και οι Αθηναίοι. Ήταν 9.000 άνδρες και μαζί τους, όπως αναφέραμε, 1.000 Πλαταιείς. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος: «Αθηναίοισι δε τεταγμένοισι εν τεμένεϊ Ηρακλέος επήλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημε». Αρχηγός των Πλαταιέων, ήταν ο Αρίμνηστος. Συμμετείχε και άγνωστος αριθμός δούλων που πολέμησαν και σκοτώθηκαν στη μάχη. Υλοτόμησαν δέντρα και τα τοποθέτησαν εγκάρσια στην πεδιάδα, ως άμυνα απέναντι στο ιππικό του Δάτη, με τα κλαδιά τους απέναντι στον εχθρό. Ο πολέμαρχος (διοικητής), ήταν ο Καλλίμαχος από τις Αφίδνες. Ο Μιλτιάδης, υπηρετούσε ως ένας από τους στρατηγούς που ήταν υπεύθυνοι για τη διοίκηση των επιχειρήσεων επί μια ημέρα. Ανάμεσα στους άλλους στρατηγούς, ήταν ο Αριστείδης ο Δίκαιος και ο Θεμιστοκλής, ίσως και ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή.




 
Η μάχη του Μαραθώνα
Όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, ήταν φανερό ότι οι μεν Αθηναίοι δεν επιθυμούσαν την άμεση σύγκρουση, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για δράση, ίσως και τη σπαρτιατική βοήθεια, ενώ από την άλλη πλευρά, οι Πέρσες έχοντας πληροφορίες για κάποιες διχογνωμίες στις τάξεις των Αθηναίων και με πρόσφατο το παράδειγμα της προδοτικής παράδοσης της Ερέτριας, πίστευαν ότι ήταν θέμα χρόνου η συνθηκολόγηση των Ελλήνων.
Ωστόσο, κινήθηκαν προκαλώντας τους Αθηναίους σε μάχη, καταλαμβάνοντας μια προωθημένη θέση κοντά στον χείμαρρο Χάραδρο. Οι Αθηναίοι δεν αντέδρασαν, θέλοντας, ίσως, να δημιουργήσουν κόπωση και εκνευρισμό στους αντιπάλους τους. Για επτά ημέρες, οι δύο στρατοί παρέμειναν στις θέσεις τους. Οι δέκα Αθηναίοι στρατηγοί, ήταν διχασμένοι για το αν έπρεπε να εμπλακούν σε μάχη με τους Πέρσες. Ο Μιλτιάδης, θιασώτης της άποψης ότι πρέπει να δοθεί μάχη, έπεισε τον πολέμαρχο Καλλίμαχο, που ήταν ο εντέκατος ψηφοφόρος στο συμβούλιο των αρχηγών, για την ορθότητα των επιχειρημάτων του. «Επιπλέον η απόσυρση θα ήταν μια αυτοκτονία υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις», γράφει ο Peter Green. Φαίνεται ότι παράλληλα το πολεμικό συμβούλιο, ανέδειξε τον Μιλτιάδη ως αρχιστράτηγο.





Ο Μιλτιάδης, περίμενε να εξασφαλιστούν ορισμένες προϋποθέσεις για την επιτυχία του σχεδίου του. Μία από αυτές, ήταν η απόσυρση, έστω και για λίγο, του περσικού ιππικού από την πεδιάδα, όπου βρισκόταν ακόμα και τις νύχτες για να καλύπτει το πεζικό.

Λίγο πριν τα χαράματα της μέρας της μάχης, Ίωνες αυτόμολοι, από το περσικό στρατόπεδο, προχώρησαν μέσα στο σκοτάδι και φθάνοντας στο φράγμα από δέντρα του αθηναϊκού στρατοπέδου, ειδοποίησαν ότι το εχθρικό ιππικό είχε αποσυρθεί από την πεδιάδα. Σχετικές πληροφορίες μας δίνουν ο Έλληνας ιστορικός Έφορος (4ος π. Χ. αι.), ο Ρωμαίος ιστορικός Κορνήλιος Νέπως και το λεξικό Σουΐδα του 10ου αιώνα. Πραγματικά, το εχθρικό ιππικό είχε αποσυρθεί. Είτε γιατί στη σεληνοφώτιστη νύχτα είχε μεταφερθεί με πλοία, μαζί με τμήματα πεζικού στο Φάληρο, για την εκτέλεση αντιπερισπασμού των Περσών προς την αφρούρητη Αθήνα, είτε γιατί, όπως γράφει ο N. Hammond,   είχε μεταφερθεί προσωρινά στο περσικό στρατόπεδο, για λίγες ώρες, ως  την αυγή, καθώς είναι πολύ δύσκολο μέσα στο σκοτάδι, να ελεγχθούν και να παραμείνουν τα άλογα σε ανοιχτή πεδιάδα.

Ο Μιλτιάδης, συνειδητοποίησε ότι παρουσιάστηκε μια σημαντική ευκαιρία για να πάρουν οι Αθηναίοι τη νίκη. Υπήρχαν βέβαια δύο ακόμα προβλήματα: η αριθμητική υπεροπλία των Περσών και οι τοξότες τους. Γύρω στις 5.30 το πρωί, ξεκίνησε μια από τις σημαντικότερες μάχες της αρχαιότητας. Ο Μιλτιάδης, γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια τα περσικά στρατιωτικά έθιμα, κάτι που αποδείχτηκε καθοριστικό για την τελική έκβαση της μάχης, όπως θα δούμε παρακάτω.
Σύμφωνα με τα ελληνικά θρησκευτικά έθιμα, ο πολέμαρχος (Καλλίμαχος), πρόσφερε πριν απ’ όλα ευλαβική θυσία στους θεούς του πολέμου. Οι οιωνοί ήταν ευνοϊκοί. Τότε ο Μιλτιάδης μίλησε στους στρατιώτες και τους είπε ότι πρέπει να πάνε γρήγορα προς την εχθρική παράταξη.
Αμέσως, αντήχησε ο παιάνας και οι σάλπιγγες. Μπήκαν μπροστά οι ασπίδες και οι Έλληνες όρμησαν προς τους Πέρσες, οι οποίοι έβλεπαν έκπληκτοι, λίγους σχετικά άντρες, χωρίς τοξότες και ιππικό, να εφορμούν εναντίον τους.

Άρχισαν λοιπόν να εκτοξεύουν βροχή από βέλη προς αυτούς. Ο Καλλίμαχος, ηγούνταν του δεξιού κέρατος, όπου ήταν τοποθετημένο το στρατιωτικό σώμα της φυλής του. Στο αριστερό κέρας, βρισκόταν οι Πλαταιείς. Η Λεοντίδα φυλή (στην οποία ανήκε ο Θεμιστοκλής) και η Αντιοχίδα φυλή (στην οποία ανήκε ο Αριστείδης), ήταν τοποθετημένες στο κέντρο της παράταξης και οι υπόλοιπες οχτώ φυλές ήταν ανά τέσσερις τοποθετημένες στις δύο πλευρές τους.

Στο κέντρο δόθηκε η πιο σκληρή μάχη. Σκόπιμα ο Μιλτιάδης και ο Καλλίμαχος, το είχαν «αδυνατίσει», διευρύνοντας το διάστημα μεταξύ των ανδρών και μείωσαν τον αριθμό των ζυγών σε 3 ή 4 το πολύ.

Ο Μιλτιάδης γνώριζε ότι ο Αρταφέρνης, όπως και όλοι οι Πέρσες διοικητές, ήταν υποχρεωμένος να τοποθετήσει τα επίλεκτα στρατεύματά του στο κέντρο και αναγκαστικά επιστρατευμένους στις πτέρυγες. Ο Μιλτιάδης διακινδύνευσε τη ρήξη του κέντρου της ελληνικής παράταξης. Εκεί όντως, πήρε ένα ρίσκο. Αν όμως ο Καλλίμαχος και οι Πλαταιείς μπορούσαν να εξουδετερώσουν τις πτέρυγες του Αρταφέρνη γρήγορα και μετά στρέφονταν να ενισχύσουν το δικό τους εξασθενημένο κέντρο, η επικράτηση επί των Περσών, θα ήταν σχεδόν σίγουρη.

Πραγματικά, οι Πέρσες και οι Σάκες, οι πιο γενναίοι και καλύτερα οπλισμένοι από τους εχθρούς, ανάγκασαν το κέντρο της ελληνικής παράταξης, παρόλο ότι σ’ αυτό ηγούνταν δύο μεγάλοι στρατιωτικοί, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, να υποχωρήσει και άρχισαν να κυνηγούν τους Αθηναίους προς το πάνω μέρος της πεδιάδας. Ωστόσο, τα δύο άκρα της ελληνικής παράταξης, δεν πτοήθηκαν από το γεγονός αυτό. Έχοντας απέναντί τους κατώτερους αντιπάλους, τους κατανίκησαν τρέποντας τους σε φυγή. Ενεργώντας σοφά, ο Μιλτιάδης δεν τους καταδίωξε, αλλά συγκεντρώνοντας τα δύο άκρα της παράταξης, έπεσε πάνω στους επίλεκτους άνδρες των εχθρών. Οι στρατιώτες της Λεοντίδας και της Αντιοχίδας φυλής, ανασυντάχθηκαν και πλέον, όλοι μαζί σφυροκόπησαν τους Πέρσες και τους Σάκες, αναγκάζοντάς τους να τραπούν κι αυτοί σε φυγή.

Στην προσπάθεια τους να διασωθούν, έτρεξαν προς τη θάλασσα, στην παραλία του Σχοινιά, όπου βρισκόταν τα πλοία τους. Ο Μιλτιάδης διέταξε γενική καταδίωξη των Περσών, οι οποίοι, μην γνωρίζοντας καλά την περιοχή έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και πνίγηκαν στα έλη της περιοχής. Όπως γράφει ο Παυσανίας: «…της μάχης φεύγοντες εισίν οι βάρβαροι και εις το έλος ωθούντες αλλήλους» και «έστι δε εν τω Μαραθώνι λίμνη τα πολλά ελώδης – ες ταύτη απειρία των οδών εσπίπτουσιν οι βάρβαροι και σφίσι τον φόνον τον πολύν επί τούτω συμβήναι λέγοισιν». Οι υπόλοιποι Πέρσες, που ήταν και οι περισσότεροι, προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία ενώ τους καταδίωκαν οι Αθηναίοι, όπως γράψαμε. Εκείνες τις στιγμές, έγιναν συμπλοκές σώμα με σώμα. Τότε σκοτώθηκαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο αδελφός του Αισχύλου Κυνέγειρος (ή Κυναίγειρος), του οποίου ένας Πέρσης έκοψε το χέρι ενώ αγωνιζόταν να αιχμαλωτίσει ένα εχθρικό πλοίο.






Οι Αθηναίοι, κατάφεραν να κυριεύσουν 7 εχθρικά πλοία. Γύρω στις 8 – 8.30 το πρωί, ώρα που και το τελευταίο περσικό πλοίο απομακρυνόταν από την ακτή, τελείωσε η μάχη του Μαραθώνα. Όμως ο περσικός κίνδυνος για την Αθήνα, δεν είχε εκλείψει.

Στη μάχη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σκοτώθηκαν 192 Έλληνες και 6.400 Πέρσες. Ο περσικός στόλος, απέπλευσε από τον Μαραθώνα και αφού παρέλαβε τους αιχμάλωτους Ερετριείς από τη νησίδα Αιγιλία, που βρίσκεται απέναντι από τα Στύρα, κατευθύνθηκε προς το Σούνιο με σκοπό να φτάσει πρώτος στο Φάληρο και από εκεί να αποβιβαστεί και να κινηθεί προς την αφρούρητη Αθήνα.

Ο Μιλτιάδης, άφησε στο πεδίο της μάχης την Αντιοχίδα φυλή, με τον στρατηγό της Αριστείδη, για τη φύλαξη των λαφύρων και με τον υπόλοιπο στρατό μέσω της Κηφισιάς κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Παρά την κόπωση, οι Αθηναίοι ύστερα από πορεία 8 – 9 ωρών, κατόρθωσαν να φτάσουν στο ναό του Ηρακλή στους Κυνόσαργες. Με τη δύση του ήλιου, οι Πέρσες έφτασαν στο Φάληρο, έμειναν για λίγη ώρα με ανοιχτά πανιά και αναχώρησαν για την Ασία: «ανακωχεύσαντες τας νέας απέπλεον οπίσω εις Ασίην». Οι Σπαρτιάτες, με 2.000 άντρες, έφτασαν στον Μαραθώνα, πιθανότατα την επόμενη μέρα της μάχης (όπως γράφουν ο Πλάτωνας και ο Ισοκράτης), διανύοντας σε τρεις μέρες μια απόσταση 240  χιλιομέτρων! Ζήτησαν να δουν τους νεκρούς, άταφους ακόμα, Πέρσες και αφού συγχάρηκαν τους Αθηναίους για τη νίκη τους, αποχώρησαν.

Πρώτος τη νίκη στον Μαραθώνα, είχε αναγγείλει στους συμπολίτες του ένας Αθηναίος οπλίτης. Κατά τον Ηρακλείδη τον Ποντικό αυτός ήταν «ο Θέρσιππος ο Ερχιεύς», οι περισσότεροι ιστορικοί όμως λένε ότι ο Ευκλής έτρεξε με την πανοπλία του κάθιδρος από τη μάχη και καθώς έφθανε στις πόρτες των αρχόντων της πόλης, τόσο μόνο μπόρεσε να πει “χαίρετε, χαίρομεν”, και ευθύς ξεψύχησε».Αντίθετα, ο Λουκιανός αναφέρει ότι ο Φειδιππίδης (ή Φιλιππίδης) ήταν αυτός που έτρεξε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα και είπε στους άρχοντες που συνεδρίαζαν ανήσυχοι για την έκβαση της μάχης «χαίρετε, νικώμεν» και έπειτα ξεψύχησε. Πάντως, όπως είναι γνωστό σε όλους, σε ανάμνηση αυτού του κατορθώματος, καθιερώθηκε στα νεότερα χρόνια το   αγώνισμα του Μαραθώνιου δρόμου (42.195 μέτρα).





Θεοί, ημίθεοι, ήρωες και ένας... σκύλος στη μάχη του Μαραθώνα

Ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης (εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία…), που, όπως αναφέραμε, πήγε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, είπε στους συμπολίτες του ότι κοντά στο Παρθένιον Όρος, που βρίσκεται πάνω από την Τεγέα, τον φώναξε ο θεός Παν με το όνομά του και τον διέταξε να ρωτήσει τους Αθηναίους για ποιο λόγο δεν του δίνουν σημασία, παρόλο ότι εκείνος θέλει το καλό του, βοήθησε στο παρελθόν και θα βοηθήσει και στο μέλλον, αν χρειαστεί.

Οι Αθηναίοι έλαβαν σοβαρά υπόψη τους όλα αυτά και ίδρυσαν κάτω από την Ακρόπολη ένα ιερό του Πάνα. Πίστευαν μάλιστα ότι ο Πάνας με τις άγριες κραυγές του έσπειρε τον πανικό στους Πέρσες στον Μαραθώνα. Άλλωστε η λέξη πανικός ετυμολογείται από τον Πάνα!




Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Αθηναίος Επίζηλος του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε γενναία εκ του συστάδην, έχασε το φως του χωρίς να χτυπηθεί πουθενά. Ο ίδιος ανέφερε ότι στάθηκε απέναντί του κάποιος υψηλόσωμος, που τα γένια του σκέπαζαν όλη την ασπίδα και πως το φάντασμα αυτό εκείνον τον προσπέρασε, σκότωσε όμως έναν συμπολεμιστή του (Ηρόδοτος). Ο Παυσανίας γράφει ότι πήρε μέρος στη μάχη κάποιος που έμοιαζε με αγρότη στην εμφάνιση και την περιβολή. Αυτός σκότωσε πολλούς βαρβάρους με ένα αλέτρι (άροτρο) και μετά τη μάχη εξαφανίστηκε. Όταν οι Αθηναίοι ρώτησαν τον θεό (προφανώς τον Απόλλωνα, στους Δελφούς) ποιος ήταν αυτός, έλαβαν μόνο την απάντηση ότι πρέπει να τιμούν τον ήρωα Εχετλαίο (εχέτλη=λαβή αρότρου). Έτσι, οι Αθηναίοι απεικόνισαν τον Εχετλαίο στη μεγάλη τοιχογραφία της μάχης του Μαραθώνα στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς της Αθήνας. Στη μάχη, σύμφωνα με πολλούς μαραθωνομάχους, εμφανίστηκε το «φάσμα Θησέως», το φάντασμα του μυθικού ήρωα, το οποίο τους οδηγούσε ένοπλο εναντίον των βαρβάρων. Και ο Θησέας απεικονιζόταν στην τοιχογραφία της Ποικίλης Στοάς. Στην ίδια τοιχογραφία απεικονίστηκε, σύμφωνα με τον Αιλιανό, και ένας… σκύλος. Κάποιος Αθηναίος είχε μαζί του στη μάχη του Μαραθώνα και ένα σκυλί, το οποίο έδειξε γενναιότητα και ως ανταμοιβή απεικονίστηκε μαζί με τον κύριό του δίπλα στους ηρωικούς μαραθωνομάχους!

Πάντως, πλην της ιστορίας με τον σκύλο, οι άλλες αναφορές ίσως οφείλονται σε θερμοπληξία ή αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας και ψευδαισθήσεις, ως αποτέλεσμα της κόπωσης και το άγχους της μάχης. Φαίνεται πάντως ότι η περιοχή όπου έγινε η μάχη του Μαραθώνα είχε αποκτήσει υπερφυσικές ιδιότητες. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην εποχή του, 700 χρόνια περίπου μετά τη μάχη, ακούγονταν στο πεδίο της μάχης άλογα να χρεμετίζουν και άντρες να πολεμούν.




Η σημασία της νίκης των Ελλήνων

Η νίκη των Ελλήνων στη μάχη του Μαραθώνα έδειξε την ανωτερότητα των ελληνικών όπλων και της ελληνικής τακτικής. Όλοι οι Έλληνες απέκτησαν θάρρος και περηφάνια και δεν φοβήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες το 480 π.Χ. Ο μύθος για το αήττητο των Περσών διαλύθηκε. Η απόπειρα παλινόρθωσης της τυραννίας στην Αθήνα απέτυχε. Επίσης, οι Έλληνες απέκτησαν πίστωση χρόνου 10 ετών και μπόρεσαν να προετοιμαστούν καλύτερα, ενώ η Αθήνα σύντομα έγινε η πρώτη δύναμη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Πάντως η νίκη των Αθηναίων (και των Πλαταιέων) στον Μαραθώνα αντιμετωπίστηκε ως μια νίκη ολόκληρης της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό είναι το επίγραμμα του Σιμωνίδη για τους μαραθωνομάχους:

«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδωνεστόρεσαν δύναμιν»

Πηγές:
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. Β,  Εκδοτική Αθηνών
- PeterGreen, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», εκδ. Τουρίκη, 2004
- Δημήτριος Ν. Γαρουφαλής «ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», εκδ. ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ 2003
- Κ. Παπαρρηγόπουλος «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ. 3, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ